Ουρολοίμωξη είναι μία συχνή μικροβιακή λοίμωξη στο ουροποιητικό σύστημα σε βρέφη και μικρά παιδιά. Συμβαίνει περίπου στο 1% των αγοριών και στο 3% των κοριτσιών.
Το ουροποιητικό σύστημα αποτελείται από τους νεφρούς, τους ουρητήρες, την κύστη και την ουρήθρα. Δουλειά των νεφρών είναι να φιλτράρουν το αίμα και να αποβάλλουν τα άχρηστα υλικά που υπάρχουν σε αυτό. Τα ούρα που παράγονται από τους νεφρούς μεταφέρονται μέσω των ουρητήρων στην κύστη, από όπου και αποβάλλονται από το σώμα μέσω της ουρήθρας. Όταν ένας μικροοργανισμός προσβάλλει ένα ή παραπάνω από τα ανωτέρω όργανα, τότε μιλάμε για ουρολοίμωξη.
Υπάρχουν κάποιες παθήσεις στην παιδιά, όπου ο μικρός ασθενής καθίσταται πιο ευάλωτος για να αναπτύξει ουρολοίμωξη. Σημαντικότερη είναι η κυστεοουρητηρική παλινδρόμηση, κατάσταση κατά την οποία τα ούρα επιστρέφουν από την κύστη στους νεφρούς. Το παιδί γεννιέται με αυτή την ανατομική ανωμαλία και αναλόγως του βαθμού αυτής εξαρτάται η βαρύτητα των ουρολοιμώξεων και η περαιτέρω αντιμετώπιση του παιδιού.
Συνεπώς χρειάζεται μεγάλη προσοχή του μικρού παιδιού (ιδίως μέχρι την ηλικία των 2 ετών) με την προαναφερθείσα συμπτωματολογία και αξιολόγηση πάντα από τον παιδίατρο.
Η διάγνωση της ουρολοίμωξης μπαίνει πάντα με την καλλιέργεια ούρων, όπου και αναπτύσσεται ο υπεύθυνος μικροοργανισμός.
Ο τρόπος συλλογής των ούρων στα μικρά παιδιά είναι πολύ σημαντικό κομμάτι στην διάγνωση της νόσου. Υπάρχουν τρείς μέθοδοι: